καπ — κάπ (Α) επικ. τ. τού κατά πριν από π ή φ («κὰπ πεδίον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά με αποκοπή τού τα και αφομοίωση προς το αρκτικό σύμφωνο τής επόμενης λ. (πρβλ. και κὰγ γόνυ=κατὰ γόνυ)] … Dictionary of Greek
κἀπ' — Ἀπί , Ἀπίς fem voc sg Ἀ̱πί , ἄπιος 2 far away fem voc sg ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) ἀπαί , ἀπό ápa poetic indeclform (prep) ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆπ' — εἶπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor imperat act 2nd sg εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg εἶπαι , εἶπον said aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) εἶπαι , εἶπον … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καπ-Αϊτιέν — (Cap Haïtien). Πόλη (126.100 κάτ. το 2003) της Αϊτής, πρωτεύουσα του Βόρειου διαμερίσματος (Nord, 2.175 τ. χλμ., 890.400 κάτ.) της χώρας. Η πόλη, που βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή του νησιού Ισπανιόλα, ιδρύθηκε το 1670 από τους Γάλλους πειρατές … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Greek Super Cup — Infobox sports league title = Greek Super Cup Σούπερ Καπ Ελλάδoς current season = pixels = caption = sport = Football founded = 1987 fame = motto = teams = 2 country = GRE champion = Olympiacos (2007) folded = website = http://www.epo.gr/ singles … Wikipedia
Supercopa de Grecia — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar al … Wikipedia Español
κάπος — (I) κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α) πνοή, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ (πρβλ. καπ νός)]. (II) κᾱπος, ὁ (Α) δωρ. τ. τού κήπος. (III) ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες τής τάξης οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καπυρός — καπυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος… … Dictionary of Greek